συνέλεξα

συνέλεξα
σύν-λέγω 1
lay
aor ind act 1st sg
σύν-λέγω 3
lay
aor ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συλλέγω — συνέλεξα, συλλέχτηκα, συλλεγμένος, συγκεντρώνω, μαζεύω: Συλλέγει σπάνια γραμματόσημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συλλέγω — συλλέγω, συνέλεξα βλ. πίν. 139 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”